- κακοελκής
- κακοελκής και κακελκής, -ές (Α)αυτός που πάσχει από κακόηθες έλκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ελκής (< ἕλκος), πρβλ. ισο-ελκής, πολυ-ελκής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοελκέας — κακοελκής badly festering masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακελκής — κακελκής, ές (Α) βλ. κακοελκής … Dictionary of Greek